‘Ερωτας τάχα
Έρωτας τάχα να ’ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει,
τριγυρνώ τα φωτισμένα
για να δω παράθυρά σου;
Έρωτας να ’ναι η σιωπή που όταν σε βλέπω,
μου το κλει σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική ώρες ακόμα;
Έρωτας να ’ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ’ναι, το ποθώ,
και καλώς νά ’ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ τ’ αγαπημένα.
Τι άλλο καλέ μου…
Τι άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα
και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,
αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,
-κι ας είσαι νεκρός- πλημμυρούν από Σένα;
Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα
τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,
γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,
αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!
Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;
Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου
και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου
για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.
Κίτρινες Φλόγες, 1925